μιμική

μιμική
μιμικός
of the nature of
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μιμική — η η τέχνη να εκφράζει κανείς με χειρονομίες και μορφασμούς αυτά που αισθάνεται ή σκέφτεται, η τέχνη του μίμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή …   Dictionary of Greek

  • παντομίμα — Μορφή θεάτρου στην αρχαία Ρώμη, καθαρά ρωμαϊκή δημιουργία. Τα θέματα ήταν σχεδόν πάντα μυθολογικά και τα λόγια τα τραγουδούσαν, ενώ ο ηθοποιός χόρευε σιωπηλά ή έπαιζε τους ρόλους. Το 20 π.Χ. ο Έλληνας ηθοποιός Πυλάδης εμπλούτισε την π. με μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ …   Dictionary of Greek

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… …   Dictionary of Greek

  • καρπαία — καρπαία, ἡ (Α) μιμική όρχηση τών Θεσσαλών κατά την οποία ο χωρικός μαχόταν εναντίον κάποιου ο οποίος ήθελε να τού κλέψει τα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. καρπός (Ι)] …   Dictionary of Greek

  • κοινωνικοποίηση — Η διαδικασία μέσω της οποίας το άτομο εντάσσεται στο κοινωνικό σύνολο, αποκτώντας κοινωνική συμπεριφορά που είναι αποδεκτή από την κοινωνική ομάδα. Ειδικότερα, η κοινωνική ψυχολογία χρησιμοποιεί τον όρο κ. για την εξελικτική διαδικασία με την… …   Dictionary of Greek

  • μιμικός — ή, ό (Α μιμικός, ή, όν) [μίμος] αυτός που αναφέρεται στους μίμους ή αυτός που γίνεται κατά τον τρόπο τών μίμων νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η μιμική η τέχνη τής έκφρασης τών σκέψεων ή τών συναισθημάτων με χειρονομίες, μορφασμούς κ.λπ. 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • μιμόρχημα — το όρχηση που έχει μιμική υφή, χορόδραμα, μπαλέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + ὄρχημα, απόδοση τού όρου ballet. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”